ψευτοζώ

ψευτοζώ
(ε) αμετ. бедно жить, жить в лишениях, перебиваться, влачить жалкое существование

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ψευτοζώ" в других словарях:

  • ψευτοζώ — Ν ζω με μεγάλες δυσκολίες και στερήσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ψευτ τού ψεύτης + ζω] …   Dictionary of Greek

  • ψευτοζώ — ζω με στερήσεις, κακοπερνώ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακροζώ — ψευτοζώ, μόλις που καταφέρνω και ζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακρο (ΙΙ) + ζω] …   Dictionary of Greek

  • ψευτοπερνώ — άω, Ν ψευτοζώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ψευτ τού ψεύτης + περνώ] …   Dictionary of Greek

  • φυτοζωώ — φυτοζώησα 1. αμτβ., ζω σαν φυτό, περνώ ζωή γεμάτη στερήσεις. 2. μτφ., αδρανώ, απραχτώ, εκδηλώνω υποτυπώδη ύπαρξη: Η γεωργία φυτοζωεί. 3. μτφ., παρακμάζω, φθίνω, πέφτω σε μαρασμό. 4. μτφ., ψευτοζώ, κουτσοζώ, ψωμοζώ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ψευτοπερνώ — και ψευτοπερνάω ψευτοπέρασα, ψευτοζώ, ζω με δυσκολίες, κακοπερνώ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»